- δεφτερδάρης
- οόποιος κρατάει τα δεφτέρια, τα κατάστιχα (τίτλος τον οποίο είχε παλιότερα στην Τουρκία ο μέγας θησαυροφύλακας).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντεφτερντάρης — και τεφτερντάρης, ο βλ. δεφτερδάρης … Dictionary of Greek